Μεγαβάτης

Μεγαβάτης
(5ος αι. π.Χ.). Πέρσης ναύαρχος του Ξέρξη. Μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, πήρε εντολή να οδηγήσει τον στόλο του εναντίον των Ελλήνων. Όμως, συνάντησε κακοκαιρία στα ανοιχτά της Μαγνησίας, κοντά στη Σηπιάδα, εξαιτίας της οποίας έχασε πάνω από τριακόσιες τριήρεις και πολλά φορτηγά πλοία. Παρά τις απώλειες αυτές, κατόρθωσε να στείλει τριακόσιες τριήρεις εναντίον των Ελλήνων, οι οποίοι ναυλοχούσαν κοντά στο Αρτεμίσιο. Τελικά, ο περσικός στόλος ηττήθηκε στη ναυμαχία που ακολούθησε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μεγαβάτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαβάτην — Μεγαβάτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαβάτου — Μεγαβάτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαβάτῃ — Μεγαβάτης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαβάτα — Μεγαβάτᾱ , Μεγαβάτης masc nom/voc/acc dual Μεγαβάτᾱ , Μεγαβάτης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Megabates — (griego antiguo Μεγαβάτης) fue un general y almirante persa que vivió a finales del siglo VI a. C. y comienzos del siglo V a. C. Era un aqueménida, primo del rey Darío I y del sátrapa Artafernes. Heródoto destaca su… …   Wikipedia Español

  • МЕГАБАТЫ —    • Megabătes,          Μεγαβάτης, родственник и полководец персидского царя Дария Гистаспа; т. к. он должен был выступить против Наксоса под главным начальством Аристагора, то, оскорбившись этим, передал жителям Наксоса план и помешал этим… …   Реальный словарь классических древностей

  • Megabates — (griech: Μεγαβάτης; † nach 478 v. Chr.) war ein Feldherr und Statthalter (Satrap) im persischen Großreich der Achämeniden. Er war ein jüngerer Sohn des Megabazos. Herodot berichtete, dass er (und mit ihm seine Familie) der Achämenidendynastie… …   Deutsch Wikipedia

  • λυμαίνω — (AM λυμαίνω) [λύμη] μέσ. λυμαίνομαι επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ. γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ ἡ νοῡσος»,… …   Dictionary of Greek

  • Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”